ἀγώγιον
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
τό, A load of a wagon, X.Cyr.6.1.54, PPetr.3p.101 (iii B. C.), PLond.3.1166.13 (i A.D.). II carriage of such a load, PPetr. l.c.
Spanish (DGE)
-ου, τό
1 cargamento prob. llevado en barcazas o balsas remolcadas ἐνεκηρύξαμεν τοῦ ἀνούχιος τὸ ἀ. PPetr.3.41ue.3 (III a.C.)
•gener. en plu. carga, fardo τὸ ἐνόρμιο(ν) ἀγωγίων la tasa portuaria de los cargamentos desembarcados OEleph.DAIK 21.5 (II d.C.)
•esp. llevado en carros tirados por bueyes o burros, como unidad de medida κριθῆς ... ἀγώγια δύο ἀποστεῖλαι PCair.Zen.129.10 (III a.C.), χόρτου ἀγώγια πέντε BGU 1251.16 (III d.C.), ἀχύρου ἀγώγια ρν PLond.1166.13 (I d.C.), cf. SB 9699.518 (I d.C.).
2 carga, peso arrastrado mediante tracción animal τοὺ δὲ πύργου ... ἐγένετο ἔλαττον ἢ πεντεκαίδεκα τάλαντα ἑκάστῳ ζεύγει τὸ ἀ. X.Cyr.6.1.54.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
charge, cargaison.
Étymologie: ἀγωγή.
Russian (Dvoretsky)
ἀγώγιον: τό Xen. v.l. = ἀγώγιμον.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγώγιον: τό, παρὰ Ξεν. Κυρ. 6. 1, 54, τὸ φορτίον ἁμάξης.
Greek Monotonic
ἀγώγιον: τό (ἄγω), φορτίο άμαξας, σε Ξεν.
Middle Liddell
[ἄγω]
the load of a wagon, Xen.
German (Pape)
τό, bei Xen. Cyr. 6.1.54 v.l. für ἀγώγιμον, das Gewicht der fortzuschaffenden Last, ἐλάμβανε τοῦ ἀγωγίου πεῖραν.