κρεμμύδι
Ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → Terrae, ubi versaris peregre, obsequere legibus → Als Fremder folge dem Gesetz des Gastlandes
Greek Monolingual
και κρεμύδι και κρομμύδι, το
1. κοινή ονομασία του διετούς ποώδους φυτού Allium cepa, που ανήκει στην οικογένεια αλλιίδες ή στην οικογένεια λιλιίδες και του οποίου ο βολβός είναι φαγώσιμος ωμός αλλά χρησιμοποιείται και στη μαγειρική για την έντονη και ερεθιστική οσμή και γεύση του
2. κοινή ονομασία τών βολβών τών φυτών
3. φρ. «ώσπου να πεις κρεμμύδι» — πολύ γρήγορα, αμέσως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρομμύδι < κρομμύ-διον (υποκορ. του κρόμμυον), ενώ ο τ. κρεμμύδι προέρχεται είτε από τον τ. κρέμμυον (μτγν. του κρόμμυον) είτε από κρομμύδι(ον) με τροπή του -ο σε -ε- λόγω της φωνητικής επίδρασης του -ρ-. Η γρφ. με ένα -μ- είναι ήδη αρχ. (πρβλ. κρόμυον).
ΠΑΡ. κρεμμύδα, κρεμμυδάκι, κρεμμυδίλα.
ΣΥΝΘ. κρεμμυδόσουπα, κρεμμυδόσπορος, κρεμμυδότσουφλο, κρεμμυδοφάγος].