δνοφώδης
Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt
English (LSJ)
ες, = δνοφερός, E.Tr.79 (as Dind. for γνοφώδη), Hp.Morb.Sacr.16; later γνοφ- (q.v.).
Spanish (DGE)
-ες
• Alolema(s): frec. γνοφ-; γνοφοειδής Ant.Diog.Fr.Pap.Dub.43
• Morfología: [jón. neutr. plu. no contr. δνοφώδεα Hp.Morb.Sacr.13]
nublado, caliginoso, oscuro Ζεὺς ... πέμψει δνοφώδη τ' αἰθέρος φυσήματα E.Tr.79, νεφέλη γ. ἐπ' ὄρους LXX Ex.19.16, ταῦτα ... καὶ ἔκ τε λαμπρῶν δνοφώδεα γίνεται Hp.l.c., cf. Plu.2.949a, Ant.Diog.l.c.
•subst. τὸ γνοφωδέστατον la oscuridad extrema Tz.Ex.111.13L.
•tenebroso ἡνίκα ἂν ἡσυχία νυκτερινὴ ᾖ καὶ γ. LXX Pr.7.9, cf. Ph.2.109, δύναμις Mac.Aeg.Serm.B 4.94.
German (Pape)
[Seite 651] ες, dunkel, Hippocr.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
sombre, obscur.
Étymologie: δνόφος, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
δνοφώδης: поздн. Plut. γνοφώδης 2 темный, мрачный Eur.
Greek (Liddell-Scott)
δνοφώδης: -ες, = δνοφερός, Εὐρ. Τρῳ. 79 (κατὰ Δινδ. ἀντὶ γνοφώδη), Ἱππ. 308. 22· μεταγεν. γνοφ-, Πλούτ. 2. 949Α, κτλ. (Περὶ τῆς συγγενείας τοῦ δνόφος, γνόφος, πρὸς τὰ κνέφας, ζόφος, ἀλλ’ οὐχὶ πρὸς τὸ νέφος, ἴδε Κούρτ. σ. 657).
Greek Monolingual
δνοφώδης, -ες (Α) δνόφος
σκοτεινός, μαύρος.
Greek Monotonic
δνοφώδης: -ες, = δνοφερός, σε Ευρ.