ἐκτολυπεύω
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
wind off a ball of wool: metaph., bring to an end, χαλεπὸν πόνον ἐκτολυπεύσας Hes.Sc.44; οὐδὲν . . καίριον ἐκτολυπεύς ειν A.Ag.1032 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 782] abwickeln, dah. vollenden, ganz zu Ende führen; πόνον Hes. Sc. 44; οὐδὲν καίριον Aesch. Ag. 1003.
French (Bailly abrégé)
dévider jusqu’au bout ; accomplir (une épreuve), acc..
Étymologie: ἐκ, τολυπεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκτολῠπεύω: досл. разматывать до конца, перен. совершать, доводить до конца (χαλεπὸν πόνον Hes.): οὐδὲν καίριον ἐκτολυπεῦσαι Aesch. не придумать ничего путного.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτολῠπεύω: τελειώνω τολύπην μαλλίου, μεταφ., ἐκτελῶ, φέρω ἐντελῶς εἰς πέρας, χαλεπὸν πόνον ἐκτολυπεύσειν Ἡσ. Ἀσπ. 44· οὐδὲν... καίριον ἐκτολυπεύσειν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1032.
Greek Monolingual
ἐκτολυπεύω (Α)
1. ξετυλίγω ένα κουβάρι μαλλιού ώς το τέλος
2. μτφ. εκτελώ, αποτελειώνω, φέρω εις πέρας (α. «χαλεπὸν πόνον ἐκτολυπεύσας», Ησίοδ. β. «οὐδὲν καίριον ἐκτολυπεύσειν». Αισχ.).
Greek Monotonic
ἐκτολῠπεύω: μέλ. -σω, ξετυλίγω κουβάρι μαλλιού· μεταφ., φέρνω εις πέρας εντελώς, ολοκληρώνω, αποπερατώνω, σε Ησίοδ., Αισχύλ.
Middle Liddell
fut. σω
to wind a ball of wool quite off: metaph. to bring quite to an end, Hes., Aesch.