φιλαρχία

From LSJ
Revision as of 09:15, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλαρχία Medium diacritics: φιλαρχία Low diacritics: φιλαρχία Capitals: ΦΙΛΑΡΧΙΑ
Transliteration A: philarchía Transliteration B: philarchia Transliteration C: filarchia Beta Code: filarxi/a

English (LSJ)

ἡ, love of rule, lust of power, Thphr.Char.26.1, Plb.6.49.3, Phld.Piet.22, LXX 4 Ma.2.15, Gal.Anim.Pass.1.7, Jul.Caes. 308d, freq. in Plu., as Mar.2, al.: in plural, Id.Eum.13; efforts to gain power, Id.Cic.10.

German (Pape)

[Seite 1275] ἡ, Herrschlust, Herrschbegierde; Pol. 6, 49, 3 u. öfter; D. Hal. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
amour du pouvoir ; αἱ φιλαρχίαι tentatives ambitieuses.
Étymologie: φίλαρχος.

Russian (Dvoretsky)

φιλαρχία:властолюбие Polyb., Plut., Diod.: αἱ φιλαρχίαι Plut. властолюбивые замыслы.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλαρχία: ἡ, ἀγάπη πρὸς τὸ ἄρχειν, ἐπιθυμία ἐξουσίας, Θεοφρ. Χαρακ. 26, Πολύβ. 6. 49, 3, καὶ συχν. παρὰ Πλουτ., ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας· ἐν τῷ πληθ., φιλόδοξοι προσπάθειαι, Πλουτ. Εὐμ. 13, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ φίλαρχος
έντονη αγάπη για αρχή, για εξουσία
αρχ.
στον πληθ. αἱ φιλαρχίαι
φιλόδοξες προσπάθειες.

Greek Monotonic

φῐλαρχία: ἡ, αγάπη για τους κανόνες, επιθυμία για δύναμη, σε Θεόκρ., Πλούτ.

Middle Liddell

φῐλαρχία, ἡ,
love of rule, lust of power, Theophr., Plut.