ἐκδημία
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
English (LSJ)
ἡ, A going or being abroad, E.Fr.768: pl., Id.Hyps.Fr.5(3).15 (prob.); ἐ. πολιτικαί (opp. κατὰ πόλεμον καὶ στρατείας ἀποδημίαι) public missions, Pl.Lg.950e. 2 exile, ib.869e. 3 metaph., departure from life, AP3.5 (lemma).
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): -ίη Hp.Ep.13
• Grafía: inscr. y pap. frec. graf. ἐγδ-
1 ausencia del país, estancia en el extranjero por viajes τοῦ γυναίου μένοντος πρὸς τοὺς γονέας διὰ τὴν ἐμὴν ἐκδημίην permaneciendo mi mujercita con sus padres por causa de mi ausencia Hp.l.c., μὴ καί τι πάσχοι παρὰ τὴν ἐκδημίαν αὐτοῦ I.AI 17.83, τοῦτο ... ἐν τῇ τοῦ Αὐγούστου ἐκδημίᾳ ἐψηφίσθη D.C.54.26.7, cf. 59.24.2.
2 jur. exilio ἐνιαυτὸς εἷς ἔστω τῆς ἐκδημίας ἐν νόμῳ haya un año de exilio conforme a la ley Pl.Lg.869e.
3 viaje τὴν ἐγδημίαν ποιήσασθαι realizar un viaje al extranjero, PSI 330.5 (III a.C.), IEphesos 2005.9 (III a.C.), ὁ τῆς ἐγδημίας χρόνος BGU 1011.2.1 (II a.C.), ἡ εἰς Αἰθιοπίαν ἐ. D.S.1.97, cf. Plb.16.22.5, 24.5.4, LXX 3Ma.4.11, Vett.Val.16.9, ἐστιν ἐν ἐγδημίᾳ ἐν τοῖς ὑπὲρ Μέμφιν τόποις PBingen 68.8 (II d.C.)
•por mar navegación ἡ εἰς Ἕλληνας ἐ. de un comerciante, Hld.6.6.3
•fig. marcha, emigración δι' εὐχῆς πρὸς Θεὸν ἐ. Gr.Naz.Ep.6.3, τὴν ἀπὸ τοῦ σώματος ἐκδημίαν ἐνδημίαν πρὸς τὸν Κύριον εἶναι φάσκοντος Gr.Naz.M.35.784A, ἡ θερμοτάτη ἐ. la ferviente emigración del alma apartándose de las ataduras mundanas, Nil.M.79.1096C.
4 plu. misiones militares, expediciones ὡς ἐχθρὸν ἀνθρώποισιν αἵ τ' ἐκδημίαι E.Fr.Hyps.p.67; ἐκδημίαι πολιτικαί misiones públicas op. κατὰ πόλεμον καὶ στρατείας ἀποδημίαι Pl.Lg.950e.
5 partida de esta vida e.e. muerte ἡ τοῦ ἀνδρὸς ἐ. la muerte del marido, AP 3.5 (tít.)
•fig. τὴν τελευταίαν ἐκδημίαν ... ἐκδημήσας habiendo partido para el último viaje Gr.Naz.Ep.63.2, τὴν ἐντεῦθεν ἐκδημίαν ποιούμενος habiendo realizado la partida de este mundo Thdt.H.Rel.4.8, cf. 21.35.
6 orn. migración D.P.Au.1.31.
German (Pape)
[Seite 756] ἡ, das Verreisen, der Aufenthalt in der Fremde, Eur. bei B. A. 93; Plat. Legg. XII, 950 e; das Exil, IX, 869 e; Sp.; die Auswanderung, τῆς χώρας, aus dem Lande, D. Sic. 1, 82. – Bei Sp. der Hingang, d. i. das Sterben.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
voyage ou séjour à l'étranger.
Étymologie: ἔκδημος.
Russian (Dvoretsky)
ἐκδημία: ἡ
1 тж. pl. отъезд на чужбину, тж. пребывание за границей Eur., Plat.;
2 изгнание Plat.;
3 убийство (τινός Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκδημία: ἡ, ἀποδημία, Εὐρ. Ἀποσπ. 768· κατὰ πληθ., ταξείδια, Πλάτ. Νόμ. 950Ε. 2) ἐξορία, αὐτόθι 869Ε. 3) μεταφ., ἀποβίωσις, Ἀνθ. Π. 3. 5 (λῆμμα).
Greek Monolingual
ἐκδημία, η (AM)
αναχώρηση από τη ζωή, θάνατος
αρχ.
1. αναχώρηση από έναν τόπο
2. εξορία
3. πληθ. αἱ ἐκδημίαι
δημόσιες αποστολές στο εξωτερικό.
Greek Monotonic
ἐκδημία: ἡ, αποδημία, εξορία, σε Πλάτ.
Middle Liddell
ἐκδημία, ἡ,
a being abroad, exile, Plat. [from ἔκδημος
English (Woodhouse)
absence on a journey, going abroad, living abroad, living away from home, travels abroad