ὀνοτάζω

From LSJ
Revision as of 09:00, 28 December 2022 by Spiros (talk | contribs)

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνοτάζω Medium diacritics: ὀνοτάζω Low diacritics: ονοτάζω Capitals: ΟΝΟΤΑΖΩ
Transliteration A: onotázō Transliteration B: onotazō Transliteration C: onotazo Beta Code: o)nota/zw

English (LSJ)

like ὄνομαι, blame, h.Merc.30; σκολιῶς ὀνοτάζω Hes.Op.258 :— Med., γάμον ὀνοταζόμεναι abominating it, A.Supp.10codd. ὀνοταστός, ή, όν, οὐκ ὀνοταστός = not to be made light of, prob. cj. in h.Ven.254.

German (Pape)

[Seite 350] = ὄνομαι, tadeln, schmähen; H. h. Merc. 30; σκολιῶς, Hes. O. 260. – Eben so im med., γάμον ὀνοταζόμεναι, verschmähend, Aesch. Suppl. 10; Ion bei Phot., der ἐκφαυλίζεσθαι erkl.

French (Bailly abrégé)

injurier, traiter avec mépris;
Moy. ὀνοτάζομαι m. sign.
Étymologie: ὄνομαι.

Russian (Dvoretsky)

ὀνοτάζω: тж. med. с презрением отвергать или с негодованием отвергать (σύμβολον HH; γάμον Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀνοτάζω: ὡς τὸ ὄνομαι, μέμφομαι, ψέγω, Ὕμν. Ὁμηρ. εἰς Ἑρμ. 30· σκολιῶς ὀν. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 256. - Μέσ., γάμον ὀνοταζόμεναι, βδελυττόμεναι, ἀποστρεφόμεναι, Αἰσχύλ. Ἱκ. 11.

Greek Monolingual

ὀνοτάζω (Α) ονοτός
(ποιητ.. τ.)
1. όνομαι, μέμφομαι, ψέγω
2. μέσ. ονοτάζομαι
αποστρέφομαι, βδελύσσομαι («γάμον Αἰγύπτου παίδων ἀσεβῆ τ' ὀνοταζόμεναι», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

ὀνοτάζω: = ὄνομαι, κατηγορώ, σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ.

Middle Liddell

ὀνοτάζω, = ὄνομαι
to blame, Hhymn., Hes.