ἀπλάνητος
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
English (LSJ)
ον, that cannot go astray or that cannot err, unerring, fixed, stable, right, straight, undeviating, infallible, LXX Jb.12.20, Babr.50.20, POxy.237 vi30 (ii A. D.).
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
que no puede errar, infalible σοφὸν τὸ θεῖον κἀπλάνητον Babr.50.21, ὁ ἀ. αἰών PLond.46.467 (IV d.C.), cf. POxy.237.6.30 (II d.C.), Sm.Ib.12.20, BCH 18.21.
German (Pape)
[Seite 292] = ἀπλανής, Clem. Al.; Schol. Soph. O. R. 472 unoerirrt.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. ἀπλανής.
Russian (Dvoretsky)
ἀπλάνητος: Babr. = ἀπλανής.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπλάνητος: -ον, ὁ μὴ παραπλανώμενος ἢ ἀπατώμενος, Βαρβ. 50, 20, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
ἀπλάνητος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να πλανηθεί.
Greek Monotonic
ἀπλάνητος: -ον, αυτός που δεν μπορεί να περιπλανηθεί ή να παραπλανηθεί, να εξαπατηθεί, σε Βάβρ.
Middle Liddell
that cannot go astray, Babr.
Léxico de magia
-ον que no anda errante de la divinidad ἐπικαλοῦμαί σε ... ὁ ἀ. Αἰών te invoco a ti, el Eón que no anda errante P V 467