μετακαινίζω

From LSJ
Revision as of 14:30, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετακαινίζω Medium diacritics: μετακαινίζω Low diacritics: μετακαινίζω Capitals: ΜΕΤΑΚΑΙΝΙΖΩ
Transliteration A: metakainízō Transliteration B: metakainizō Transliteration C: metakainizo Beta Code: metakaini/zw

English (LSJ)

model anew, AP7.411 (Diosc.).

German (Pape)

[Seite 147] umgestalten, μετεκαίνισεν τὰ κατὰ σκηνὴν Αἰσχύλος, Diosc. 17 (VII, 411).

French (Bailly abrégé)

renouveler.
Étymologie: μετά, καινίζω.

Russian (Dvoretsky)

μετακαινίζω: обновлять, переделывать: τὰ κατὰ σκηνὴν μετεκαίνισεν Anth. (Эсхил) преобразовал сценическое искусство.

Greek (Liddell-Scott)

μετακαινίζω: μεταβάλλω, ἀλλοιῶ, καὶ τὰ κατὰ σκηνὴν μετεκαίνισεν Ἀνθ. Π. 7. 411.

Greek Monolingual

μετακαινίζω (ΑM)
μεταβάλλω, αλλοιώνω, ανακαινίζω, ανανεώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + καινίζω (< καινός)].

Greek Monotonic

μετακαινίζω: δημιουργώ κάτι νέο, ανακαινίζω, σε Ανθ.

Middle Liddell

to model anew, Anth.