ὑποκαθαίρω

From LSJ
Revision as of 22:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω → what therefore God did join together, let not man put asunder | what therefore God hath joined together, let no man put asunder

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποκᾰθαίρω Medium diacritics: ὑποκαθαίρω Low diacritics: υποκαθαίρω Capitals: ΥΠΟΚΑΘΑΙΡΩ
Transliteration A: hypokathaírō Transliteration B: hypokathairō Transliteration C: ypokathairo Beta Code: u(pokaqai/rw

English (LSJ)

purge downwards, τὴν κοιλίην Hp.Aph.7.68, cf. Thphr.HP7.12.3, Plu.2.127c, Gal.6.248.

German (Pape)

[Seite 1218] von unten reinigen, abführen; Plut. de sanit. tu. p. 384; Medic.

French (Bailly abrégé)

purger par le bas.
Étymologie: ὑπό, καθαίρω.

Russian (Dvoretsky)

ὑποκαθαίρω: прочищать (τὸ σῶμα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκᾰθαίρω: διὰ καθαρτικοῦ κενώνω κάτωθεν, ὑποκαθῆραι τὴν κοιλίην Ἱππ. Ἀφορισμ. 1261, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 12, 3, Πλούτ. 2. 127C, Γαλην. τ. 6, σ. 248, 4. ΙΙ. διὰ καθάρσεως ἐκβάλλω, τὴν κόπρον Γρηγ. Νύσσ. τ. 1. σ. 888Α.

Greek Monolingual

ὑποκαθαίρω ΝΑ
ιατρ. καθαρίζω τον εντερικό σωλήνα με καθαρτικό, προκαλώ κενώσεις με χρήση καθαρτικών ή με άλλο τρόπο
αρχ.
εκβάλλω, αποβάλλω με κάθαρση («ὑποκαθαίρει τὴν κόπρον», Γρηγ. Νύσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + καθαίρω «καθαρίζω»].