εἵλησις
English (LSJ)
εως, ἡ, (εἱλέω) sun-heat, heat of the sun, hot weather Pl.R.380e (pl.), 404b (pl.), Arist. Ph.197a23, Plu.2.688a (pl.).
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Alolema(s): εἴλ- Plu.2.688a
calor del sol καὶ πᾶν φυτὸν ὑπὸ εἰλήσεών τε καὶ ἀνέμων ... ἀλλοιοῦται Pl.R.380e, cf. 404b, Lg.747d, οἷον ὑγιείας ἢ πνεῦμα ἢ εἵ. Arist.Ph.197a23, ἃ ῥᾳδίαν ἔχει ὑπό τε πνευμάτων ὑπό τε εἱλήσεων τὴν φθοράν que son fácilmente destructibles por los vientos y por la acción del sol Plot.1.8.14, cf. Plu.l.c.
• Etimología: Cf. εἵλη.
German (Pape)
[Seite 728] ἡ, das Sonnen, die Sonnenhitze; neben χειμών Plat. Rep. III, 404 b; neben ἄνεμοι II, 380 e; Arist. phys. audit. 2, 5.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de la chaleur du soleil.
Étymologie: εἱλέω.
Greek Monotonic
εἵλησις: -εως, ἡ (εἵλη), θερμότητα του ήλιου, ζέστη, σε Πλάτ.