χρυσωτής

From LSJ
Revision as of 17:05, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρυσωτής Medium diacritics: χρυσωτής Low diacritics: χρυσωτής Capitals: ΧΡΥΣΩΤΗΣ
Transliteration A: chrysōtḗs Transliteration B: chrysōtēs Transliteration C: chrysotis Beta Code: xruswth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, gilder, IG22.1635.37, Plu.2.348e.

German (Pape)

[Seite 1383] ὁ, der Vergolder, Plut. glor. Ath. 6.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
doreur.
Étymologie: χρυσόω.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσωτής: οῦ ὁ золотильщик (ἀγαλμάτων Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσωτής: -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ χρυσώνων, ἐπικαλύπτων τι διὰ χρυσοῦ, Πλούτ. 2. 348Ε, Συλλ. Ἐπιγρ. 158a.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και θηλ. χρυσώτρια, Ν χρυσῶ /χρυσώνω
τεχνίτης ειδικός στο χρύσωμα, στην επιχρύσωση (α. «χρυσωτής βιβλιοδετείου» β. «χρυσωτῇ μισθός», επιγρ.).