ἀσύγχυτος
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
English (LSJ)
ον, not confused, ἐπίνοιαι, δυνάμεις, Ph.1.6,434, cf. Plu. 2.735b, Procl.Inst.176; not mingled together, Arr.Epict.4.11.8. Adv. -τως without confusion, ib.8.20.
Spanish (DGE)
-ον
I adj.
1 no mezclado confusamente, no confundido ἐπίνοια Ph.1.6, δυνάμεις Ph.1.434, εἰκόνες Plu.2.735b, cf. Procl.Inst.176, Ptol.Harm.10.14, Amph.Seleuc.213, Nemes.Nat.Hom.M.40.593B, Gr.Nyss.Tres dei 43.8, Aristaenet.2.10.17
•claro, nítido de la pureza del alma, Arr.Epict.4.11.8.
2 subst. neutr. τὸ ἀσύγχυτον especie de barniz protector Ps.Callisth.3.29B (p.206).
II adv. -ως sin confusión πῶς τηρῶ ... ἐπιθέτους ἀ. Arr.Epict.4.8.20, cf. Amph.Seleuc.210, Nemes.Nat.Hom.M.40.596A, Gr.Nyss.Ref.Eun.315.2.
German (Pape)
[Seite 379] nicht zusammengeschüttet, unvermischt, Sp., wie Plut. Symp. 8, 10, 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non confondu.
Étymologie: ἀ, συγχέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀσύγχῠτος: неслитный, разрозненный (ἔναρθροι καὶ ἀσύγχυτοι εἰκόνες Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀσύγχῠτος: -ον, ὁ μὴ συγκεχυμένος, Πλούτ. 2. 735Β· ὁ μὴ συναναμιχθείς, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 11, 8. - Ἐπίρρ. -τως αὐτόθι 4. 8, 20.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀσύγχυτος, -ον) συγχέω
αυτός για τον οποίο δεν μπορεί να γίνει σύγχυση, σαφής, ξεκάθαρος
νεοελλ.
ο ασύγχιστος
αρχ.
ο αμιγής.