ἄθηρος

From LSJ
Revision as of 18:48, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄθηρος Medium diacritics: ἄθηρος Low diacritics: άθηρος Capitals: ΑΘΗΡΟΣ
Transliteration A: áthēros Transliteration B: athēros Transliteration C: athiros Beta Code: a)/qhros

English (LSJ)

ον, A without wild beasts or game, χώρη Hdt.4.185; τὸ ἄθηρον ταῖς λίμναις ἔνεστι, = ἀθηρία 2, Plu.2.981c; ἄ. ἡμέρα a blank day, A. Fr.241. II repelling noxious animals, κλάδος Gp.10.32, etc.

Spanish (DGE)

-ον
1 que carece de animales o caza χώρη Hdt.4.185, Plu.2.86b, ἄ. ἡμέρα día de caza en el que no se ha cobrado pieza A.Fr.241.
2 subst. τὸ ἄ. imposibilidad de cazar τὸ ἄ. ταῖς λίμναις ἔνεστι Plu.2.981c.
3 que aleja a los animales dañinos (serpientes) κλάδος Gp.10.32, 13.8.3.

German (Pape)

[Seite 46] 1) ohne Wild, Her. 4, 185; Plut. τὸ ἄθηρον, = ἀθηρία, sol. an. 32. – 2) ohne Jagdbeute, ἡμέρα Aesch. bei B. A. 351.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans gibier.
Étymologie: , θήρ.

Russian (Dvoretsky)

ἄθηρος: лишенный дичи или бедный дичью (χώρα Her., Plut.): ἄ. ἡμέρα Aesch. день неудачной охоты.

Greek (Liddell-Scott)

ἄθηρος: -ον, ὁ ἄνευ ἀγρίων ζῴων, ἄνευ κυνηγίου, χώρη, Ἡρόδ. 4. 185: τὸ ἄθηρον ἔνεστι ταῖς λίμναις, = ἀθηρία, Πλούτ. 2. 981C: - ἀθ. ἡμέρα = ἡμέρα ἄνευ θηράματος, ἀνωφελής. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 339. ΙΙ. ὁ ἀπελαύνων, ἀπωθῶν ἐπιβλαβῆ ζῷα, κλάδος, Γεωπ. 10. 32, κτλ.

Greek Monotonic

ἄθηρος: -ον (θήρ), αυτός που δεν έχει άγρια θηρία ή κυνήγι, σε Ηρόδ.· τὸ ἄθηρον, απουσία θηραμάτων ή κυνηγιού, σε Πλούτ.

Middle Liddell

[θήρ]
without wild beasts or game, Hdt.: τὸ ἄθηρον absence of game, Plut.