ἐλπιστικός
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ή, όν, A producing expectation, Arist.Mem.449b12. II οἱ ἐ. a sect who made hope the only stay of life, Plu.2.668e.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 relativo a la esperanza o expectativa ἐπιστήμη de la mántica, Arist.Mem.449b12, πρόγνωσις Clem.Al.Strom.8.3.5.
2 subst. οἱ Ἐλπιστικοί Elpísticos corriente filosófica que profesa que la esperanza es lo más esencial de la vida, Plu.2.668e.
German (Pape)
[Seite 803] hoffend; ἐπιστήμη Arist. de memor. 1; οἱ ἐλπιστικοὶ φιλόσοφοι, welche die Hoffnung für den einzigen Stützpunkt des Lebens halten, Plut. Symp. 4, 4, 3.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
]οἱ ἐλπιστικοί PLUT philosophes qui regardaient l'espérance comme le seul soutien de la vie.
Étymologie: ἐλπίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐλπιστικός: внушающий надежду (ἐπιστήμη Arst.): οἱ ἐλπιστικοὶ φιλόσοφοι Plut. философы, видевшие в надежде основу жизни.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλπιστικός: -ή, -όν, ὁ γεννῶν ἐλπίδας, Ἀριστ. π. Μνήμ. 1. 2, 11· οἱ ἐλπιστικοί, φιλόσοφοί τινες οἵτινες ἐθεώρουν τὴν ἐλπίδα ὡς τὸ κυριώτατον ἔρεισμα τοῦ βίου, Πλούτ. 2. 668· ἴδε Heumann. de Elpist.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἐλπιστικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
αυτός που ελπίζει
αρχ.
1. αυτός που δίνει ελπίδες
2. πιθανός
3. φρ. «ἐλπιστικοί φιλόσοφοι» — αυτοί που κηρύσσουν ότι η ελπίδα είναι το μόνο στήριγμα στη ζωή.