ἐγκοπεύς
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
English (LSJ)
εύς, ὁ, tool for cutting stone, chisel, Luc.Somn.3.
Spanish (DGE)
-έως, ὁ cincel Luc.Somn.3, cf. Sud.
German (Pape)
[Seite 709] ὁ, der Meißel, Luc. Somn. 3.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
]ciseau de sculpteur.
Étymologie: ἐγκόπτω.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκοπεύς: έως ὁ резец ваятеля Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκοπεύς: έως, ὁ, λιθοξοϊκὸν ἐργαλεῖον πρὸς κοπὴν λίθων, κοπεύς, Λουκ. Ἐνύπν. 3.
Greek Monotonic
ἐγκοπεύς: -έως, ὁ, εργαλείο (λιθοξόου) κατάλληλο για κοπή λίθων, κοπίδι, σκαρπέλλο, σε Λουκ.
Middle Liddell
ἐγκοπεύς, έως, [from εγκόπτω]
a tool for cutting stone, chisel, Luc.