Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

θυροκόπος

From LSJ
Revision as of 13:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠροκόπος Medium diacritics: θυροκόπος Low diacritics: θυροκόπος Capitals: ΘΥΡΟΚΟΠΟΣ
Transliteration A: thyrokópos Transliteration B: thyrokopos Transliteration C: thyrokopos Beta Code: quroko/pos

English (LSJ)

(parox.), ον, knocking at the door, begging, ψευδόμαντις A.Ag.1195.

German (Pape)

[Seite 1227] an die Thür klopfend, bettelnd, Aesch. Ag. 1168; vgl. B. A. 42, 32.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui frappe aux portes, mendiant.
Étymologie: θύρα, κόπτω.

Russian (Dvoretsky)

θῠροκόπος: досл. стучащийся в дверь, перен. просящий подаяния Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

θῠροκόπος: -ον, (κόπτω) ὁ κτυπῶν τὴν θύραν, ἐπαίτης, ψωμοζήτης, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1195.

Greek Monolingual

θυροκόπος, -ον (Α)
αυτός που χτυπά τις πόρτες, αυτός που ζητιανεύει, ο επαίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + -κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. ηλοκόπος, ξυλοκόπος.

Greek Monotonic

θῠροκόπος: -ον (κόπτω), αυτός που κρούει τη θύρα, ο ζητιάνος, αυτός που επαιτεί, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

θῠρο-κόπος, ον κόπτω
knocking at the door, begging, Aesch.