κηδεμονία
Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
English (LSJ)
ἡ, care, solicitude, Pl.R.463d, Phld.Mort.25, Ph.2.179, D.C.43.17, POxy.1070.21 (iii A.D.); ἡ κηδεμονία τῶν Ἀθηνῶν the general charge of her affairs, IG3.632, cf. CIG3187 (Smyrna); ἡ τοῦ αὐτοκράτορος περὶ πάντας κηδεμονίας BGU372i12 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1429] ἡ, Besorgung, Pflege; neben αἰδώς Plat. Rep. V, 463 d; Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
soin, sollicitude.
Étymologie: κηδεμών.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κηδεμονία -ας, ἡ [κηδεμών] zorg, bezorgdheid:. ὅσα νόμος περί... κηδεμονιας alles wat de wet voorschrijft over verzorging (van de ouders) Plat. Resp. 463d; κ. τοῦ μηδένα κακῶς παθεῖν zijn bezorgdheid dat iemand schade zou ondervinden Plut. Thes. 33.2.
Russian (Dvoretsky)
κηδεμονία: ἡ заботливое отношение, попечение, уход Plat.
Greek (Liddell-Scott)
κηδεμονία: ἡ, (κηδεμὼν) φροντίς, μέριμνα, Πλάτ. Πολ. 463D, Φίλων 2. 179· ἡ κ. τῶν Ἀθηνῶν, ἡ καθόλου φροντίς, περὶ τῶν ὑποθέσεων τῆς πόλεως, Συλλ. Ἐπιγρ. 377, πρβλ. 3187, πρβλ. Κόντ. ἐν Γλώσσ. Παρατηρ. σ. 122.
Greek Monolingual
η (ΑΜ κηδεμονία) κηδεμών
1. το έργο του κηδεμόνα, επιμέλεια και επίβλεψη ανήλικου, μη αυτεξούσιου ατόμου και τών υλικών συμφερόντων του
2. (γενικά) φροντίδα, προστασία («ἡ κηδεμονία τῶν Ἀθηνών» — η φροντίδα για τις υποθέσεις της πόλεως, επιγρ.).
Greek Monotonic
κηδεμονία: ἡ (κηδεμών), φροντίδα, επιμέλεια, σε Πλάτ.
Middle Liddell
κηδεμονία, ἡ, κηδεμών
care, solicitude, Plat. [from κηδεμών