περικνημίς

From LSJ
Revision as of 13:59, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικνημίς Medium diacritics: περικνημίς Low diacritics: περικνημίς Capitals: ΠΕΡΙΚΝΗΜΙΣ
Transliteration A: periknēmís Transliteration B: periknēmis Transliteration C: periknimis Beta Code: periknhmi/s

English (LSJ)

ῖδος, ἡ, covering for the leg, gaiter, DH. 4.16, Plu. Phil. 9, Thd. Da. 3.21, PLond. 1.191.13 (ii AD).

German (Pape)

[Seite 580] ῖδος, ἡ, Bedeckung der Wade, Beinschiene; D. Hal. 4, 16; Plut. Philop. 9.

French (Bailly abrégé)

ῖδος (ἡ) :
armure des jambes, jambart.
Étymologie: περί, κνήμη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περικνημίς -ίδος, ἡ [περί, κνήμη] scheenplaat.

Russian (Dvoretsky)

περικνημίς: ῖδος ἡ наголенник Plut.

Greek Monotonic

περικνημίς: ἡ (κνήμη), κάλυμμα για το πόδι, προστατευτικό της κνήμης, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

περικνημίς: -ῖδος, ἡ, περικάλυμμα τῆς κνήμης, Διον. Ἁλ. 4. 16, Πλουτ. Φιλοπ. 9.

Middle Liddell

περι-κνημίς, ίδος, ἡ, κνήμη
a covering for the leg, Plut.