κατευτυχέω
τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him
English (LSJ)
to be quite successful, prosper, Arist.EE1229a 19 (cj. ib. 1247b31), Phld.Rh.1.132 S.; τὰ πλεῖστα Plu.Sert.18:—also in Pass., τούτων κατευτυχηθέντων D.S.20.46.
German (Pape)
[Seite 1398] verstärktes εὐτυχέω; Arist. eth. eudem. 3, 1; Plut. Sertor. 18 Pomp. 21 u. a. Sp.; auch pass., τούτων κατευτυχηθέντων, nachdem dies glücklich ausgeführt worden, D. Sic. 20, 46.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
pf. κατηυτύχηκα;
être heureux.
Étymologie: κατά, εὐτυχέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-ευτυχέω succes hebben.
Russian (Dvoretsky)
κατευτῠχέω: иметь удачу, преуспевать: τούτων κατευτυχηθέντων Diod. когда это благополучно закончилось; ὁ στρατηγὸς κατευτύχησε Plut. полководец вышел победителем.
Greek Monotonic
κατευτῠχέω: μέλ. -ήσω, ευημερώ, ευτυχώ αρκετά, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
κατευτῠχέω: εἶμαι ὅλως εὐτυχής, εὐτυχῶ, Ἀριστ. Ἠθ. Ε. 3. 1, 14· τὰ πλεῖστα Πλουτ. Σερτώρ. 18· τοῦδε τοῦ πρήγματος Ἀρέτας Ἀποκ. σ. 957·-ὡσαύτως ἐν τῷ παθ., τούτων κατευτυχηθέντων Διόδ. 20. 46.
Middle Liddell
fut. ήσω
to be quite successful, prosper, Plut.