καταβάδην

From LSJ
Revision as of 18:49, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ")

ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταβάδην Medium diacritics: καταβάδην Low diacritics: καταβάδην Capitals: ΚΑΤΑΒΑΔΗΝ
Transliteration A: katabádēn Transliteration B: katabadēn Transliteration C: katavadin Beta Code: kataba/dhn

English (LSJ)

[βᾰ], Adv. with one's feet down (coined as opp. to ἀναβάδην, q.v.), Ar.Ach.411.

German (Pape)

[Seite 1338] herabsteigend, abwärts, Gegensatz von ἀναβάδην, wie Ar. Ach. 385 ἀναβάδην ποιεῖς ἐξὸν καταβάδην.

French (Bailly abrégé)

adv.
en descendant.
Étymologie: καταβαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-βάδην [καταβαίνω] adv., met de voeten op de grond.

Russian (Dvoretsky)

καταβάδην: (βᾰ) adv. спускаясь вниз: ἀναβάδην ποιεῖς ἐξὸν κ. Arph. ты сочиняешь, карабкаясь наверх, тогда как можно (делать это) внизу (ирон. о творчестве Эврипида).

Greek (Liddell-Scott)

καταβάδην: βᾰ, Ἐπιρρ., ὡς καταβαίνων, ἔχων τὸν πόδα κάτω, ἀναβάδην ποιεῖς ἐξὸν καταβάδην, κάμνεις τὰ ποιήματά σου ἔχων τὸν ἕνα πόδα ἐπὶ τοῦ ἄλλου ἐνῷ ἠδύνασο νὰ κάμνῃς αὐτὰ ἔχων αὐτὸν κάτω, Ἀριστοφ. Ἀχ. 411, ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν Ἱππ. π. Ἀέρ. τ. 2. σ. 331, πρβλ. ἀναβάδην.

Greek Monolingual

καταβάδην (Α)
επίρρ. κατεβαίνοντας, σαν να κατεβαίνεις, με τα πόδια προς τα κάτω, σε θέση ανθρώπου που κάθεται («ἀναβάδην ποιεῖς ἐξὸν καταβάδην;» — γράφεις τους στίχους σου αναποδογυρισμένος, με τα πόδια προς τα πάνω, ενώ είναι δυνατόν να τους γράφεις καθιστός, με τα πόδια προς τα κάτω; Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + βάδην].

Greek Monotonic

καταβάδην: [βᾰ], επίρρ., κατηφορικά ή προς τα κάτω· πρβλ. ἀναβάδην.

Middle Liddell


going down or downstairs: cf. ἀναβάδην.