ἀνταποστέλλω

From LSJ
Revision as of 17:26, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνταποστέλλω Medium diacritics: ἀνταποστέλλω Low diacritics: ανταποστέλλω Capitals: ΑΝΤΑΠΟΣΤΕΛΛΩ
Transliteration A: antapostéllō Transliteration B: antapostellō Transliteration C: antapostello Beta Code: a)ntaposte/llw

English (LSJ)

send in exchange, ὁμήρους Plb.21.43.22; send backwards and forwards, πρέσβεις D.C.50.2, cf. Aen.Tact.31.9 (Pass.); refer one back again, ἐπί τι S.E.M.8.86; of an echo, τὰς ἀνακλάσεις ἀ. Plu.2.248c.

Spanish (DGE)

1 enviar en intercambio πρέσβεις D.C.50.2.1 ἄλλους (ὁμήρους) Plb.21.43.22, τὰ μέγιστα τῶν ... δώρων Plb.32.1.3.
2 enviar en respuesta una embajada, LXX 3Re.21.10, unas cartas, Aen.Tact.31.9 ter.
3 enviar a su vez (ἡμᾶς) ἐπὶ τὸ ὑπάρχον S.E.M.8.86, τὰς ἀνακλάσεις de una reverberación, Plu.2.248c.

German (Pape)

[Seite 244] dagegen abschicken, Pol. 22, 28.

French (Bailly abrégé)

impf. ἀνταπέστελλον;
renvoyer en échange, rapporter.
Étymologie: ἀντί, ἀποστέλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνταποστέλλω:
1 посылать обратно, отражать (ἀνακλάσεις Plut.);
2 посылать взамен (ἄλλους ὁμήρους Polyb.);
3 посылать в ответ (τῶν ῥητόρων τινάς Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνταποστέλλω: στέλλω ἀντὶ ἄλλου ἢ πρὸς ἀνταλλαγήν, ὁμήρους δ’ εἴκοσι διδότω Ἀντίοχος, δι’ ἐτῶν τριῶν ἄλλους ἀνταποστέλλων Πολύβ. 22. 26, 22: στέλλω ὀπίσω, Νικήτ. Εὐγεν. 5. 325: παραπέμπω τινὰ πάλιν, ἐπί τι Σέξτ. Ἐμπ. πρὸς Μ. 8. 86.

Greek Monolingual

ἀνταποστέλλω (AM)
μσν.
στέλνω πίσω, επιστρέφω
αρχ.
1. ανταλλάσσω
2. παραπέμπω για δεύτερη φορά.