βασκάνιον
ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it
English (LSJ)
[ᾰ], τό, A charm, amulet, Ar.Fr.592, Str.16.4.17, cf. Phryn.68. II in plural, malign influences, Ἀΐδεω β. Epigr.Gr.381 (Aezani).
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 amuleto πλὴν εἴ τις πρίαιτο δεόμενος β. ἐπικάμινον ἀνδρὸς χαλκέως Ar.Fr.607, κογχία ἀντὶ βασκανίων conchas a modo de amuletos Str.16.4.17, cf. Phryn.PS 53.
2 plu. influjos malignos Ἀίδεω Epigr.Gr.381.3 (Ezanos III d.C.).
German (Pape)
[Seite 438] τό, Mittelgegen Beherung, Amulet, Ar. bei Poll. 7, 108; Strab.; vgl. προβασκάνιον; B. A. p. 30.
Russian (Dvoretsky)
βασκάνιον: τό средство отведения злых чар, амулет Arph.
Greek (Liddell-Scott)
βασκάνιον: τό, φυλακτήριον ἐναντίον μαγείας, μαγικόν τι μέσον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 510.
ΙΙ. κατὰ πληθ., γοητεῖαι, μαγεῖαι, Ἐπιγράμ. Ἑλλ. 381· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 86.
Greek Monolingual
βασκάνιον το (Α) βάσκανος
1. μέσο που προφυλάσσει από τη βασκανία
2. πληθ. τα μάγια.