temple
From LSJ
Δύσμορφος εἴην μᾶλλον ἢ καλὸς κακός → Turpi forma esse malim, quam pulcher malus → Ach, wär ich lieber missgeformt als schön und schlecht
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. and V. νεώς, ὁ, ἱερόν, τό, ἄδυτον, τό, Ar. and V. ναός, ὁ, V. ἵδρυμα, τό (also Plato but rare P.), σκηνή, ἡ, σηκός, ὁ, ἀνάκτορον, τό, ἱρόν, τό.
seat of worship: V. ἕδη, τά (also Plato but rare P.), ἕδρα, ἡ.
seat of an oracle: P. and V. μαντεῖον, τό, or pl., V. χρηστήριον, τό, or pl.
standing before the temple, adj.: V. πρόναος.