χρησμαγόρης
ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.
English (LSJ)
ου, ὁ, utterer of oracles, of Apollo, AP9.525.23.
German (Pape)
[Seite 1375] ὁ, = χρησμηγόρας, so heißt Apollo, Hymn. (IX, 525).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui prononce des oracles, prophète.
Étymologie: χρησμός, ἀγορεύω.
Russian (Dvoretsky)
χρησμᾰγόρης: ου adj. m прорицающий, вещий (Ἀπόλλων Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
χρησμαγόρης: -ον, ὁ, (ἀγορεύω) ὁ δίδων ἢ ἀπαγγέλλων χρησμούς, μάντις, προφήτης, Ἀνθ. Π. 9. 525.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(ως προσωνυμία του Απόλλωνος) χρησμοδότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + -αγόρης (< ἀγορά), πρβλ. ὑψ-αγόρης].
Greek Monotonic
χρησμᾰγόρης: -ου, ὁ (ἀγορεύω), αυτός που προφέρει χρησμούς, προφήτης, σε Ανθ.
Middle Liddell
χρησμ-αγόρης, ου, ὁ, ἀγορεύω
an utterer of oracles, a prophet, Anth.