σημαντήρας

From LSJ
Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261

Greek Monolingual

ο / σημαντήρ -ῆρος, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. ναυτ. πλωτήρας από έλασμα ή φελλό, αγκυροβολημένος με λεπτή αλυσίδα ή συρματόσχοινο, για να επισημαίνει τη θέση αντικειμένου που βρίσκεται στον βυθό, την ύπαρξη επικίνδυνων για τη ναυτιλία σημείων ή τα σημεία εκκίνησης, στροφής και τερματισμού διαδρομής σε ιστιοπλοϊκά αθλήματα, κν. σημαδούρα
2. τεχνολ. σηματοδότης
3. φρ. α) «σημαντήρας ομίχλης»
ναυτ. σημαντήρας σε αβαθή ή βραχώδη σημεία ο οποίος εκπέμπει χαρακτηριστικά ηχητικά σήματα για την αποφυγή προσάραξης
β) «σημαντήρας αναλαμπών»
ναυτ. σημαντήρας που εκπέμπει φωτεινές αναλαμπές και είναι ορατός ημέρα και νύχτα, αλλ. φωτοσημαντήρας
μσν.
1. ο αφέτης, αυτός που σημαίνει την εκκίνηση στο στάδιο
2. κήρυκας, ιεροκήρυκας
μσν.-αρχ.
1. σφραγιδόλιθος
2. σφραγίδα
3. αυτός που κατευθύνει κάποιον ή κάτι
αρχ.
ιδιοκτήτης («κλήρου σημαντήρ», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σημαίνω + επίθημα -τήρ (πρβλ. ἀμυν-τήρ, λυμαν-τήρ)].