χερσόθεν
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
Adv. from dry land, opp. sea, E. Heracl. 429, Hel. 1269.
from the ground, opp. water, Pi. O. 2.73.
German (Pape)
[Seite 1351] adv., vom festen Lande, vom Ufer her; Pind. Ol. 2, 80; Eur. Heracl. 430.
French (Bailly abrégé)
adv.
de la terre ferme.
Étymologie: χέρσος, -θεν.
Russian (Dvoretsky)
χερσόθεν: adv. от (с) суши, от берега (χ. ἀπὸ δενδρέων Pind.; χ. ἐς πόντον Eur.): ἐξορᾶσθαι χ. Eur. виднеться с берега.
Greek (Liddell-Scott)
χερσόθεν: Ἐπίρρ., ἐκ τῆς χέρσου, τῆς ξηρᾶς, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἐκ τῆς θαλ. ὥστ’ ἐξορᾶσθαι ῥόθια χερσόθεν μόλις Εὐρ. Ἑλ. 1269· εἶτα χερσόθεν πνοαῖσιν ἠλάθησαν ἐς πόντον πάλιν ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 429. ΙΙ. ἀπὸ τῆς γῆς, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ὕδωρ, Πινδ. Ο. 2. 131.
Greek Monolingual
ΜΑ
επίρρ. από τη στεριά, από την ξηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + επιρρμ. κατάλ. -ο-θεν (πρβλ. ἀγρό-θεν, μακρό-θεν)].
Greek Monotonic
χερσόθεν: επίρρ. (χέρσος)·
I. από την γη, σε Ευρ.
II. από την ξηρά, σε Πίνδ.
Middle Liddell
χέρσος
I. from dry land, Eur.
II. from the ground, Pind.