νυκτερήσιος
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
ον, nightly, Luc.Alex. 53 (v.l. -εισ-, -ισ-), S.E.M.10.188.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui (agit) de nuit.
Étymologie: νύκτερος.
German (Pape)
nächtlich; χρησμός, Luc. Alex. 53 (wo Jacobs νυκτηρείσιος aufgenommen); φάντασμα, S.Emp. adv.phys. 2.188; s. νυκτοειδής.
Russian (Dvoretsky)
νυκτερήσιος: ночной (χρησμός Luc.; φάντασμα Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
νυκτερήσιος: -ον, νυκτερινὸς (πρβλ. ἡμερήσιος), Ἀριστοφ. Θεσμ. 204, κατὰ τὸν Dobr. ἀντὶ νυκτερείσια. Τὸ αὐτὸ σφάλμα ἀπαντᾷ ἔν τινι Ἀντιγράφῳ τοῦ Λουκ. ἐν Ἀλεξ. 53, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 10. 188.
Greek Monolingual
νυκτερήσιος και νυκτερίσιος, -ον (Α)
νυχτερινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύκτερος + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. ημερ-ήσιος), που προτιμάται από τη γρφ. νυκτερ-ίσιος(βλ. λ. νύχτα)].
Greek Monotonic
νυκτερήσιος: -ον (νύκτερος), νυχτερινός, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
νυκτερήσιος, ον, νύκτερος
nightly, Ar.