πυργήρης

From LSJ
Revision as of 18:35, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

εἰρήνη ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦνpeace that surpasses all understanding

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυργήρης Medium diacritics: πυργήρης Low diacritics: πυργήρης Capitals: ΠΥΡΓΗΡΗΣ
Transliteration A: pyrgḗrēs Transliteration B: pyrgērēs Transliteration C: pyrgiris Beta Code: purgh/rhs

English (LSJ)

ες, of a place, furnished with towers, fortified, κώμη Orac. ap. Paus.10.18.2.

German (Pape)

[Seite 820] ες, im Thurme od. in den Festungswerken eingeschlossen, von einem Orte, mit Thürmen und Festungswerken versehen, Paus. 10, 18 Hesych. erkl. πυργήρως, μετέωρος ὡς πύργος, u. πύργηρα, τὰ θωράκια.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
muni de tours, de fortifications.
Étymologie: πύργος, ἄρω.

Greek (Liddell-Scott)

πυργήρης: -ες, ἐπὶ τόπου ἢ χώρας, ὁ ἔχων πύργους ὠχυρωμένους, κώμη Χρησμ. παρὰ Παυσ. 10. 18, 2. (Ἐσχηματίσθη ὡς αἱ λέξεις τειχήρης, ποδήρης, ἴδε τριήρης.)

Greek Monolingual

-ῆρες, ΜΑ
(για τόπο) αυτός που έχει πύργους, οχυρωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + -ήρης (Ι) (πρβλ. ξιφ-ήρης)].

Greek Monotonic

πυργήρης: -ες (*ἄρω), λέγεται για τόπο ή χώρα, αυτός που έχει οχυρωμένους πύργους, Χρησμ. παρά Παυσ.

Middle Liddell

πυργ-ήρης, ες [*ἄρω]
of a place, fortified, ap. Paus.