ξεναρκής

From LSJ
Revision as of 14:25, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξεναρκής Medium diacritics: ξεναρκής Low diacritics: ξεναρκής Capitals: ΞΕΝΑΡΚΗΣ
Transliteration A: xenarkḗs Transliteration B: xenarkēs Transliteration C: ksenarkis Beta Code: cenarkh/s

English (LSJ)

ές, (ἀρκέω) aiding strangers, Pi.N.4.12.

German (Pape)

[Seite 276] ές, dem Fremden oder Gaste beistehend, ihn schützend, δίκα, Pind. N. 4, 12. S. auch nom. pr.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
protecteur des étrangers.
Étymologie: ξένος, ἀρκέω.

Russian (Dvoretsky)

ξεναρκής: защищающий иностранцев (δίκα Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ξεναρκής: -ές, (ἀρκέω) ὁ βοηθῶν τοὺς ξένους, Πινδ. Ν. 4. 20.

English (Slater)

ξεναρκής protecting strangers Αἰακιδᾶν ἠύπυργον ἕδος, δίκᾳ ξεναρκέι κοινὸν φέγγος (N. 4.12)

Greek Monolingual

ξεναρκής, -ές (Α)
αυτός που βοηθά τους ξένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -αρκής (< ἀρκῶ «βοηθώ»), πρβλ. ζω-αρκής, ποδ-αρκής].

Greek Monotonic

ξεναρκής: -ές (ἀρκέω), αυτός που παρέχει βοήθεια, υποστήριξη σε ξένους, σε Πίνδ.

Middle Liddell

ξεν-αρκής, ές ἀρκέω
aiding strangers, Pind.