τετράθυρος

From LSJ
Revision as of 16:05, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰθῠρος Medium diacritics: τετράθυρος Low diacritics: τετράθυρος Capitals: ΤΕΤΡΑΘΥΡΟΣ
Transliteration A: tetráthyros Transliteration B: tetrathyros Transliteration C: tetrathyros Beta Code: tetra/quros

English (LSJ)

ον, with four doors or openings, Arist.HA628a13, Callix.1; κιβωτός prob. l. in IG12.330.2.

German (Pape)

[Seite 1097] mit vier Thüren, Arist. H. A. 9, 41.

Russian (Dvoretsky)

τετράθῠρος: снабженный четырьмя входными отверстиями (σφηκῶνες Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

τετράθῠρος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας θύρας ἢ ἀνοίγματα, ὀπάς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9, 41, 5, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 205Β.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που έχει τέσσερεις θύρες ή τέσσερα ανοίγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -θυρος (< θύρα «πόρτα»), πρβλ. ἑξά-θυρος].