φιλόκνισος
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
English (LSJ)
ον, (κνίζω) A fond of pinching, prurient, AP11.7 (Nic. or Nicarch.).
φῐλό-κνῑσος, ον, A delighting in the savour of banquets, Nonn.D.19.179.
German (Pape)
[Seite 1281] gern kneipend, neckend, schäkernd, bes. Freund verliebter Neckereien, Nicand. 1 (XI, 7).
French (Bailly abrégé)
1ος, ον :
qui aime à être frotté, chatouillé.
Étymologie: φίλος, κνίζω.
2ος, ον :
qui aime l'odeur de la graisse des viandes rôties.
Étymologie: φίλος, κνῖσα.
Russian (Dvoretsky)
φιλόκνῐσος: любящий почесывание Anth.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόκνῐσος: -ον, (κνίζω) ὁ ἀγαπῶν τὰ γαργαλίσματα, λάγνος, Ἀνθ. Παλατ. 11. 7.
Greek Monolingual
(I)
-ον, ΜΑ
αυτός που χαίρεται με την κνίσα, τον αχνό και την οσμή τών ευωχιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -κνισος (< κνῖσα), πρβλ. πολύ-κνισος].
(II)
-ον, Α
αυτός που του αρέσουν τα ερωτικά γαργαλίσματα, λάγνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -κνισος (< θ. αορ. κνῐσ- του κνίζω, -ομαι «ερεθίζω, γαργαλώ»)].
Greek Monotonic
φῐλόκνῐσος: -ον (κνίζω), αυτός που αγαπά το τσίμπημα ή το γαργάλημα, λάγνος, σε Ανθ.