φιλόδοξος

From LSJ
Revision as of 14:10, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs)

εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόδοξος Medium diacritics: φιλόδοξος Low diacritics: φιλόδοξος Capitals: ΦΙΛΟΔΟΞΟΣ
Transliteration A: philódoxos Transliteration B: philodoxos Transliteration C: filodoksos Beta Code: filo/docos

English (LSJ)

ον, (δόξα) loving fame or loving glory, Pl.R.480a, Phld.Lib.p.61 O. (prob., Comp.); περί τι Arist.Rh.1387b33; in bad sense, Ph.2.32, al.; εἰς τοὺς Ἕλληνας Plb.7.8.6: Sup., Id.32.8.5; τὸ φ. Luc.Peregr.38. Adv. -ξως JHS54.141 (Delos, ii B. C.), OGI339.98 (Sestos, ii B. C.), etc.: Sup. -ότατα Supp.Epigr.1.397.9 (Samos, i A. D.).

German (Pape)

[Seite 1279] 1) ehrliebend, ehrsüchtig, ehrbegierig; Plat. Rep. V, 480; Pol. 32, 23, 5 u. Sp., wie Plut. philos. c. princ. 1. – 2) seine eigne Meinung liebend, u. übh. für eine Meinung eingenommen, Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui s'attache à une opinion;
2 qui aime la gloire ou la renommée ; τὸ φιλόδοξον l'amour de la gloire.
Étymologie: φίλος, δόξα.

Russian (Dvoretsky)

φιλόδοξος:
1 любящий мнимое знание: φιλόδοξοι μᾶλλον ἢ φιλόσοφοι Plat. ищущие скорее мнимых знаний, чем мудрости;
2 любящий славу: φ. περί τι Arst. ищущий славы в чем-л.; φ. εἴς τινα Polyb. домогающийся славы у кого-л.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόδοξος: -ον, (δόξα) ὁ φιλῶν τὴν δόξαν ἢ τὴν τιμήν, θέλων νὰ δοξάζηται ἢ νὰ τιμᾶται, Πλατ. Πολ. 480Α· περί τι Ἀριστ. Ρητ. 2. 10, 3· εἴς τινα Πολύβ. 7. 8, 6 (πρβλ. φιλοδοξέω)· ― τὸ φιλόδοξον Λουκ. Περεγρ. 38. Ἐπίρρ. -ξως, Συλλ. Ἐπιγρ. 2699, κλπ.

Greek Monolingual

-η, -ο / φιλόδοξος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που αγαπά υπέρμετρα τη δόξα, αυτός που επιθυμεί πολύ και επιδιώκει να αποκτήσει δόξα
νεοελλ.
1. αυτός που διακατέχεται από ζωηρή επιθυμία για την επιτέλεση ενός έργου
2. (με αρνητική σημ.) μεγαλομανής
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόδοξον
η φιλοδοξία.
επίρρ...
φιλοδόξως ΝΑ, και φιλόδοξα Ν
με φιλοδοξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -δοξος (< δόξα), πρβλ. ματαιόδοξος].

Greek Monotonic

φῐλόδοξος: -ον (δόξα), αυτός που αγαπά τις τιμές ή τη δόξα, σε Πλάτ.· τὸ φιλόδοξον = το προηγ., σε Λουκ.

Middle Liddell

φῐλό-δοξος, ον, δόξα
loving honour or glory, Plat.: τὸ φιλόδοξον, = φιλοδοξία, Luc.