ἑκατοντάς

From LSJ
Revision as of 19:15, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑκᾰτοντάς Medium diacritics: ἑκατοντάς Low diacritics: εκατοντάς Capitals: ΕΚΑΤΟΝΤΑΣ
Transliteration A: hekatontás Transliteration B: hekatontas Transliteration C: ekatontas Beta Code: e(katonta/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, the number a hundred, Hdt.7.184: pl., Ph.2.423, Jul.Ep.180.

Spanish (DGE)

(ἑκᾰτοντάς) -άδος, ἡ
centena, centenar Ph.2.184, Archim.Aren.3
en plu., unido a otros numerales para expresar cantidades precisas μυριάδες διηκόσιαι καὶ ἑξήκοντα καὶ τέσσερες, ἔπεισι δὲ ταύτῃσι ἑκατοντάδες ἐκκαίδεκα καὶ δεκάς 2.640.000, y añádase a esto 1610 Hdt.7.185, cf. 184, πένθ' ἑκατοντάδες <ἠ>δὲ δὶς ἑπτά INikaia 1232.13 (II d.C.)
c. gen. partit. τρεῖς μέν οἱ πολίων ἑκατοντάδες ἐνδέδμηνται tres centenas de ciudades se alzan allí (en el bajo Egipto), Theoc.17.82, cf. Epic.Alex.Adesp.SHell.952.6
para expresar números imprecisos, unido a otro numeral mayor εἰς ἑκατοντάδας καὶ χιλιάδας LXX 1Re.29.2, cf. D.S.25.19.1, ἑκατοντάδας καὶ χιλιάδας βιβλίων Luc.Herm.56, φεύξονται προτροπάδην πρὸς πεντάδων ἑκατοντάδες καὶ πρὸς ἑκατοντάδων μυριάδες Ph.2.423, cf. Gal.7.502, Hdn.3.8.9
fig. y alegór. ἡ λογικὴ ἑ. la centena en sentido espiritual, e.d., el conjunto de los seres creados de los que es excluido el hombre por el pecado, Gr.Nyss.Apoll.152.3, Eun.3.10.11, Hom.in Eccl.305.2.

German (Pape)

[Seite 752] άδος, ἡ, die Zahl Hundert; eine Menge von Hundert, Her. 7, 185; Plat. Tim. Locr. 96 b; Theocr. 17, 82 u. Sp., wie Luc. Hermot. 46; Parmen. 9 (IX, 304).

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
le nombre cent, centaine.
Étymologie: ἑκατόν.

Russian (Dvoretsky)

ἑκατοντάς: άδος ἡ число сто, сотня Her., Plat., Theocr., Luc., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκᾰτοντάς: -άδος, ἡ, ὁ ἀριθμὸς ἑκατόν, ἡ ποσότης τοῦ ἀριθ. 100, Ἡρόδ. 7. 184, 185.

Greek Monotonic

ἑκᾰτοντάς: -άδος, ἡ, εκατοντάδα, αριθμός με δυναμικότητα του εκατό, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ἑκᾰτοντάς, άδος,
the number a hundred, Hdt.