στρώση

From LSJ
Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → when the oak falls, everyone cuts wood | when an oak has fallen, every man gathers wood | on the fall of an oak, every man gathers wood | when an oak has fallen, every man becomes a woodcutter | one takes advantage of somebody who has lost his strength | one takes advantage of somebody who has lost his power | when the tree is fallen, every man goes to it with his hatchet

Source

Greek Monolingual

η / στρῶσις, -ώσεως, ΝΜΑ
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του στρώνω, κάλυψη μιας επιφάνειας με ένα υλικό, το στρώσιμο
2. επίστρωση (α. «η στρώση του δρόμου» β. «στρῶσις ὁδῶν» — η λιθόστρωση, Διον. Αλ.)
νεοελλ.
1. (μεταλργ.) το δάπεδο υπόγειας στοάς
2. ύλη επιστρώματος
3. γεωλ. η ταξιθέτηση κατά στρώματα που απαντά στα περισσότερα ιζηματογενή πετρώματα και σε όσα εκρηξιγενή που σχηματίζονται στην επιφάνεια της Γης
4. φρ. α) «επίπεδο στρώσης»
γεωλ. το επίπεδο διαχωρισμού ενός γεωλογικού στρώματος από ένα άλλο στρώμα
β) «κυκλική στρώση»
γεωλ. στρωματογραφική ακολουθία στην οποία δύο ή περισσότερα στρώματα ή είδη πετρωμάτων εναλλάσσονται ξανά και ξανά διά μέσου ενός σημαντικού τμήματος της στρωματογραφικής τομής
νεοελλ.-μσν.
1. στρώμα, στρωμνή
2. κλινοσκέπασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη ρίζα στερη- (βλ. λ. στρώνω) με μηδενισμένο το πρώτο και ετεροιωμένο το δεύτερο φωνήεν (πρβλ. παθ. παρακμ. -στρω-μαι) + κατάλ. -σις (πρβλ. τρῶ-σις)].