ὀσμηρός

From LSJ
Revision as of 13:14, 28 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

κατὰ τὸν αὑτοῦ δαίμονα βιοῦν → live under the direction of his own guiding spirit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀσμηρός Medium diacritics: ὀσμηρός Low diacritics: οσμηρός Capitals: ΟΣΜΗΡΟΣ
Transliteration A: osmērós Transliteration B: osmēros Transliteration C: osmiros Beta Code: o)smhro/s

English (LSJ)

ά, όν, = ὀσμήρης (smelling, odorous), Nic. Fr. 74.57. ὀσμηρός, ὁ, = μηδική, prob. in Ps.-Dsc. 2.147.

German (Pape)

[Seite 396] = Vorigem, Nic. frg. 2.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ὀσμηρός, -ά, -όν)
αυτός που αναδίδει οσμή, οσμήρης
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο οσμηρός
ζωολ. γένος σολομονοειδών ευρύαλων ιχθύων της οικογένειας οσμηρίδες, συγγενικών του σολομού και της πέστροφας
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. πιθ. το φυτό μηδική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀσμή + κατάλ. -ηρός (πρβλ. τολμ-ηρός). Η λ. ως επιστημον. όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. osmerus].