ἐπιλιπής
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
English (LSJ)
(A), ές, A = ἐπίλοιπος, Plu.Sull.7. II. defective, wanting, interpol. in Sor.2.53, Hsch.
ἐπιλῐπής (B), ές, (λίπος) A fatty, Heliod. ap. Orib.46.22.4.
German (Pape)
[Seite 958] ές, = ἐλλιπής, Hesych.; = ἐπίλοιπος, Plut. Sull. 7; bei Chirurg. vett. = ὑπολιπής.
French (Bailly abrégé)
1ής, ές :
qui manque.
Étymologie: ἐπιλείπω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιλῐπής: оставшийся (невыполненным) (πράξεις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιλῐπής: -ές, = ἐλλιπής, Πλουτ. Σύλλ. 7 (ἢ ὡς ἑρμηνεύει αὐτὸ ὁ Schäf., = ἐπίλοιπος), Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἐπιλιπής, -ές (Α)
ελλιπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -λιπής (< λείπω) (πρβλ. ελλιπής, σαρκολιπής)].
Greek Monotonic
ἐπιλῐπής: -ὲς (ἐπιλείπω II), = ἐλλιπής, σε Πλούτ.