διόρυγμα

From LSJ
Revision as of 12:50, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διόρυγμα Medium diacritics: διόρυγμα Low diacritics: διόρυγμα Capitals: ΔΙΟΡΥΓΜΑ
Transliteration A: diórygma Transliteration B: diorygma Transliteration C: diorygma Beta Code: dio/rugma

English (LSJ)

ατος, τό,
A cut, canal, as that across the isthmus of Mount Athos, Th.4.109.
II digging through, house-breaking, LXX Ex.22.2(1), Je.2.34.
III hole made in wall by χελώνη, Aen.Tact.32.12.
IV siege-mine, D.S.20.94.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 canal excavado artificialmente τὸ τοῦ βασιλεὺς δ. ref. al hecho por Jerjes en Acte de Calcídica, Th.4.109, τὸ δ. τοῦ Ἀρτεμισίου IG 11(2).158A.84 (Delos III a.C.).
2 galería subterránea, túnel empleado en un asedio, D.S.20.94.
3 abertura, brecha en un muro πρὸς μὲν τὸ δ. (τοῦ τείχους) πῦρ ποιεῖν πολύ Aen.Tact.32.12
hueco de la ventana, LXX Soph.2.14
boquete o butrón para robar ἐὰν δὲ ἐν τῷ διορύγματι εὑρεθῇ ὁ κλέπτης LXX Ex.22.1, cf. Ie.2.35, I.AI 4.271
p. ext. brecha de una herida τὸ δ. τοῦ τραύματος Ach.Tat.3.8.2.

German (Pape)

[Seite 635] τό, das Durchgegrabene, die Durchgrabung, z. B. des Berges Athos, Thuc. 4, 109 u. Sp., wie D. Sic. 20, 94.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
canal.
Étymologie: διορύσσω.

Russian (Dvoretsky)

διόρυγμα: ατος τό ров, канава, канал Thuc., Diod.

Greek (Liddell-Scott)

διόρυγμα: τό, τὸ διασκαφέν, αὖλαξ, διῶρυξ, ὡς τοῦ ἰσθμοῦ τοῦ Ἄθω, Θουκ. 4. 109. ΙΙ. ἡ διασκαφή, Ἑβδ. (Ἔξ. 22. 2).

Greek Monolingual

το (AM διόρυγμα) διορύσσω
διώρυγα, τάφρος
αρχ.
1. υπόγεια είσοδος, υπόγειος διάδρομος
2. τρύπα που σχηματίστηκε από πολεμική χελώνη
3. υπόνομος, οχετός.

Greek Monotonic

διόρυγμα: -ατος, τό, αυλάκι, διώρυγα, σε Θουκ.

Middle Liddell

διόρυγμα, ατος, τό, n, a through-cut, canal, Thuc. (from διορύσσω)