σμηνοδόκος
From LSJ
μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things
English (LSJ)
ον, keeping bees, AP9.438 (Phil., s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 910] einen Bienenschwarm fassend, aufnehmend od. auffangend, Philp. 73 (IX, 438).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui recueille un essaim d'abeilles.
Étymologie: σμῆνος, δέκομαι.
Russian (Dvoretsky)
σμηνοδόκος: обирающий пчелиный рой (γειομόρος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
σμηνοδόκος: -ον, ὁ περιέχων σμῆνος μελισσῶν, Ἀνθολ. Π. 9. 438.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που περιέχει σμήνος μελισσών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμῆνος + -δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ξενοδόκος.
Greek Monotonic
σμηνοδόκος: -ον (δέχομαι), αυτός που περιέχει σμήνος μελισσών, σε Ανθ.