καταβασμός

From LSJ
Revision as of 23:20, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταβασμός Medium diacritics: καταβασμός Low diacritics: καταβασμός Capitals: ΚΑΤΑΒΑΣΜΟΣ
Transliteration A: katabasmós Transliteration B: katabasmos Transliteration C: katavasmos Beta Code: katabasmo/s

English (LSJ)

v. καταβαθμός.

German (Pape)

[Seite 1339] ὁ, = καταβαθμός, Aesch., s. nom. propr.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
la descente, càd la Cataracte (au-dessus d'Éléphantine) en Égypte.
Étymologie: καταβαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταβασμός -οῦ, ὁ [καταβαίνω] katarakt (in de Nijl).

Russian (Dvoretsky)

καταβασμός:спуск, склон, покатость (у Aesch. и др. - крутой спуск на границе Египта и Нубии, где образуются нильские пороги - «катаракты»).

Greek (Liddell-Scott)

καταβασμός: ὁ, ἴδε καταβαθμός.

Greek Monolingual

ο
καταβαθμός·.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατα-βι-βασ-μός με συλλαβική ανομοίωση < κατα-βι-βά-ζω].

Greek Monotonic

καταβασμός: ὁ, Αττ. αντί καταβαθμός.

Middle Liddell

καταβασμός, οῦ, attic for καταβαθμός.]