φαρμακώδης

From LSJ
Revision as of 16:59, 7 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2, $3 ;")

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαρμᾰκώδης Medium diacritics: φαρμακώδης Low diacritics: φαρμακώδης Capitals: ΦΑΡΜΑΚΩΔΗΣ
Transliteration A: pharmakṓdēs Transliteration B: pharmakōdēs Transliteration C: farmakodis Beta Code: farmakw/dhs

English (LSJ)

ες, A of the nature of a φάρμακον, 1 medicinal, Arist.HA624a18, Mir.835b32, Pr.863b32; γάλα Thphr.HP9.15.4 (Sup.); χυμοί Id.CP6.4.6 (Comp.); ποτήματα Sor.2.29; τὰ -ωδέστερα φάρμακα ib.33. 2 poisonous, Plu.Ant. 47, 2.974c; poisoned, τοξεύματα Dsc.3.80; τὸ φ. Plu.2.17b. 3 of places, rich in medicinal herbs, Thphr.HP9.15.4 (Posit. and Sup.).

German (Pape)

[Seite 1257] ες, von der Art eines φάρμακον, einem Arzneimittel, Gifte, Zaubermittel ähnlich, Theophr. u. A.; ὕδωρ, heilsam, Plut. Ant. 47.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
de la nature d'une drogue, d'où
1 médicinal, salutaire ; τὸ φαρμακώδες PLUT les drogues, les remèdes;
2 vénéneux, empoisonné.
Étymologie: φάρμακον, -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

φαρμᾰκώδης:
1 целительный, целебный (ἀλοιφή Arst.);
2 словно отравленный, т. е. нездоровый, негодный для питья (ὕδωρ Plut.);
3 похожий на лекарство, т. е. неприятный на вкус (ὥσπερ ἀλόη Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

φαρμᾰκώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἔχων τὴν φύσιν ἢ τὰς ἰδιότητας φαρμάκου, 1) θεραπευτικός, ἰαματικός, Ἀριστ. π. τὰ. Ζ. Ἱστ. 9. 40, 10, π. Θαυμ. 77, Προβλ. 1. 40, Θεόφρ. τὸ φαρμ. Πλούτ. 2. 17Β. 2) δηλητηριώδης, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντων. 47., 2. 974C, κλπ.

Greek Monolingual

-ες / φαρμακώδης, -ῶδες, ΝΑ [[[φάρμακο]](ν)]
1. αυτός που έχει φαρμακευτικές ιδιότητες, θεραπευτικός
2. δηλητηριώδης
αρχ.
1. δηλητηριασμένος
2. (για τόπο) πλούσιος σε φαρμακευτικά βότανα
3. βαφικός
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ φαρμακῶδες·πικρή γεύση, φαρμακίλα.

Greek Monotonic

φαρμᾰκώδης: -ες (εἶδος),
1. αυτός που ταιριάζει στη φύση του φαρμάκου, θεραπευτικός, σε Αριστ.
2. δηλητηριώδης, σε Πλούτ.

Middle Liddell

φαρμᾰκ-ώδης, ες εἶδος
1. of the nature of a φάρμακον, medicinal, Arist.
2. poisonous, Plut.