ναυμαχέω
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
A fight by sea, Hdt.7.143, al.; τινι with one, Id.2.161; ἐναντία τῇ πόλει And.1.101; πρός τινας X.HG2.1.14; περὶ πατρίδος Hdt.8.57; ν. τὴν περὶ τῶν κρεῶν, i.e. to be in the battle of Arginusae (v. κρέας 2), Ar.Ra.191; μὰ τοὺς ἐν Σαλαμῖνι ναυμαχήσαντας D.18.208, cf. Pl.Mx.241b, 241d. 2 metaph., do battle with, κακοῖς τοσούτοις Ar.V.479.
German (Pape)
[Seite 231] zu Schiffe, zur See kämpfen, eine Seeschlacht liefern; Her. 8, 42. 6, 46 u. öfter; Thuc. 3, 54; Gegensatz von πεζομαχέω, 2, 112; πρός τινα, Plat. Polit. 298 d (wie Thuc. 2, 83 Plut. Them. 4); Menex. 241 e; Lys. 2, 47 u. A.; τινί, Pol. 14, 9, 7; komisch, κακοῖς, Ar. Vesp. 477.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
combattre sur mer : τινι, πρός τινα contre qqn.
Étymologie: ναύμαχος.
Russian (Dvoretsky)
ναυμαχέω:
1 сражаться на море, вести морской бой (τινι Her. и πρός τινα Thuc.);
2 перен. сражаться, бороться (κακοῖς τοσοῦτοις Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ναυμᾰχέω: μάχομαι διὰ πλοίων ἐν τῇ θαλάσσῃ, κάμνω ναυμαχίαν, Ἡρόδ. 7. 143, κ. ἀλλ.· τινι 2. 161· ἐναντία τῇ πόλει Ἀνδοκ. 13. 27· πρός τινα Ξεν. Ἑλλ. 2. 1. 9· πρὸ ἢ περί τινος Ἡρόδ. 8. 57· δοῦλον οὐκ ἄγω εἰ μὴ νεναυμάχηκε τὴν περὶ τῶν κρεῶν, δηλ. τὴν περὶ τῶν νεκρῶν σωμάτων ναυμαχίαν ἐν Ἀργινούσαις, Ἀριστοφ. Βάτρ. 191· ναυμαχῶ μετά τινος πρός τινα Λυκοῦργ. 17 μὰ τοὺς ἐν Σαλαμῖνι ναυμαχήσαντας Δημ. 297. 14, πρβλ. Πλάτ. Μενέξ. 241Β, D. 2) μεταφορ., μάχομαι, πολεμῶ τι, κακοῖς τοσούτοις Ἀριστοφ. Σφ. 479.
Greek Monotonic
ναυμᾰχέω: (ναύμαχος), μέλ. -ήσω,
1. μάχομαι με πλοίο στη θάλασσα, εμπλέκομαι σε ναυμαχία, σε Ηρόδ., Ξεν.· ναυμαχέω τὴνπερὶ τῶν κρεῶν, μάχομαι για τις σορούς των νεκρών της ναυμαχίας (δηλ. των Αργινουσών), σε Αριστοφ.
2. μεταφ., μάχομαι, πολεμώ κάτι· κακοῖς, στον ίδ.
Middle Liddell
ναυμᾰχέω, fut. -ήσω ναύμαχος
1. to fight in a ship or by sea, engage in a naval battle, Hdt., Xen.; ν. τὴν περὶ τῶν κρεῶν to be in the battle for the carcases (i. e. Arginusae), Ar.
2. metaph. to do battle with, κακοῖς Ar.
Mantoulidis Etymological
-ῶ Παρασύνθετο ἀπό τό ναύμαχος ἤ ναυμάχος = ναῦς + μάχομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη ναῦς.