μεταξύτης
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
English (LSJ)
[ῠ], ητος, ἡ, A middle position, A.D.Conj.221.5. 2 mean, = μεσότης, Theol.Ar.50 (pl.). II in Music, interval, διάστημά ἐστι δυοῖν φθόγγων μ. Nicom.Harm.12, cf. 6 (pl.), S.E.M.5.78 (pl.). 2 generally, interval, Cat.Cod.Astr.5(1).192.
German (Pape)
[Seite 151] ητος, ἡ, das Dazwischensein, der Zwischenraum; Nicom. harm. 11; S. Emp. adv. astrol. 78.
Russian (Dvoretsky)
μεταξύτης: ητος (ῠ) ἡ промежуток Sext.
Greek (Liddell-Scott)
μεταξύτης: [ῠ], ητος, ἡ, διάστημα μεταξύ, διάλειμμα, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 5. 78.
Greek Monolingual
μεταξύτης, -ητος, ἡ (Α) μεταξύ
1. μέση θέση, το μέσο
2. μεσότητα
3. μουσ. διάστημα
4. διάλειμμα.