περίτμημα
ἐπ' αὐτὸν ἥκεις τὸν βατῆρα τῆς θύρας → you've come to the crux of the matter, come to the point, hit the nail on the head, you've come to the very threshold of the door, you are come to the very threshold of the door, you've arrived at the truth of the matter
English (LSJ)
ατος, τό, piece cut off, trimming, clipping, σκυτῶν π. cj. in IG12.363.26 (pl.), cf. Hsch. s.v. κόλλεα; πινάκων ἀργυρῶν π. IG22.1436.61 (pl.), cf. M.Ant.8.50: metaph., τῶν λόγων Pl.Hp.Ma.304a.
German (Pape)
[Seite 596] τό, das Abgeschnittene, Abfall beim Schneiden, Schnitz, übertr., καὶ κνίσματα λόγων, Plat. Hipp. mai. 304 a.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
morceau coupé tout autour, coupure, fragment.
Étymologie: περιτέμνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίτμημα -ατος, τό [περιτέμνω] afval.
Russian (Dvoretsky)
περίτμημα: ατος τό обрезок, кусочек (περιτμήματα τῶν λόγων Plat.).
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ περιτέμνω
περίκομμα, κομμάτι, τεμάχιο, απόκομμα
μσν.
1. τομή γύρω από κάτι, περιτομή
2. τα σημεία όπου έγινε η περιτομή, το κόψιμο, η κοψιά της
αρχ.
1. σκάλισμα, γλυφή γύρω από κάτι («πινάκων ἀργυρῶν περιτμήματα», επιγρ.)
2. φρ. «περίτμημα λόγων» — ασήμαντα λόγια.
Greek Monotonic
περίτμημα: -ατος, τό (περιτέμνω), τεμάχιο, ροκανίδι, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
περίτμημα: τό, τεμάχιον, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 304, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 8. 50, Ἡσύχ. ἐν λ. κόλλεα, Μοῖρις 305 ἐν λ. πεττύκια.
Middle Liddell
περίτμημα, ατος, τό, περιτέμνω
a slice, shaving, Plat.