περίτμημα

From LSJ
Revision as of 19:30, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3, $4.<br")

ἐπ' αὐτὸν ἥκεις τὸν βατῆρα τῆς θύρας → you've come to the crux of the matter, come to the point, hit the nail on the head, you've come to the very threshold of the door, you are come to the very threshold of the door, you've arrived at the truth of the matter

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίτμημα Medium diacritics: περίτμημα Low diacritics: περίτμημα Capitals: ΠΕΡΙΤΜΗΜΑ
Transliteration A: perítmēma Transliteration B: peritmēma Transliteration C: peritmima Beta Code: peri/tmhma

English (LSJ)

ατος, τό, piece cut off, trimming, clipping, σκυτῶν π. cj. in IG12.363.26 (pl.), cf. Hsch. s.v. κόλλεα; πινάκων ἀργυρῶν π. IG22.1436.61 (pl.), cf. M.Ant.8.50: metaph., τῶν λόγων Pl.Hp.Ma.304a.

German (Pape)

[Seite 596] τό, das Abgeschnittene, Abfall beim Schneiden, Schnitz, übertr., καὶ κνίσματα λόγων, Plat. Hipp. mai. 304 a.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
morceau coupé tout autour, coupure, fragment.
Étymologie: περιτέμνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίτμημα -ατος, τό [περιτέμνω] afval.

Russian (Dvoretsky)

περίτμημα: ατος τό обрезок, кусочек (περιτμήματα τῶν λόγων Plat.).

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ περιτέμνω
περίκομμα, κομμάτι, τεμάχιο, απόκομμα
μσν.
1. τομή γύρω από κάτι, περιτομή
2. τα σημεία όπου έγινε η περιτομή, το κόψιμο, η κοψιά της
αρχ.
1. σκάλισμα, γλυφή γύρω από κάτι («πινάκων ἀργυρῶν περιτμήματα», επιγρ.)
2. φρ. «περίτμημα λόγων» — ασήμαντα λόγια.

Greek Monotonic

περίτμημα: -ατος, τό (περιτέμνω), τεμάχιο, ροκανίδι, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

περίτμημα: τό, τεμάχιον, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 304, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 8. 50, Ἡσύχ. ἐν λ. κόλλεα, Μοῖρις 305 ἐν λ. πεττύκια.

Middle Liddell

περίτμημα, ατος, τό, περιτέμνω
a slice, shaving, Plat.

English (Woodhouse)

slice

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)