διακωδωνίζω

From LSJ
Revision as of 20:10, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort

Menander, Monostichoi, 393
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακωδωνίζω Medium diacritics: διακωδωνίζω Low diacritics: διακωδωνίζω Capitals: ΔΙΑΚΩΔΩΝΙΖΩ
Transliteration A: diakōdōnízō Transliteration B: diakōdōnizō Transliteration C: diakodonizo Beta Code: diakwdwni/zw

English (LSJ)

strengthened for κωδωνίζω, Lys.Fr.313S. (Pass.), D. 19.167, Porph.Abst.4.17 (Pass.), Harp. II bruit abroad, Str. 2.3.4. III dismiss by the sound of a bell, Philostr.VS2.27.5.

Spanish (DGE)

1 hacer mucho ruido βαυκαλῶν καὶ διακωδωνίζων Luc.Lex.11.
2 tr., c. ac. de pers. o asimilados poner a prueba ἐκεῖνος ἡμᾶς διεκωδώνιζεν ἅπαντας D.19.167, ἕκαστον τῶν ποιμένων Iambl.Fr.91, διάνοιαν τὴν Κλαυδίου I.AI 19.262, (αὐλῳδός) διασείσας καὶ διακωδωνίσας τὸ συμπόσιον Plu.2.704d, διακωδωνίσας αὐτὸν ἐν ἀρχῇ Chrys.M.58.733, cf. Hsch.
en la escuela examinar τὰ μειράκια Philostr.VS 619.
3 dar a conocer, divulgar πανταχοῦ διακωδωνίζοντα ταῦτα Str.2.3.4, cf. CCP (536) Act.5 (p.91.33), en v. pas. πανταχῆ τὸ κακὸν διακεκωδώνιστο Lib.Decl.40.53, διακωδωνισθέντες· διαφημισθέντες Hsch., EM 267.27G.

German (Pape)

[Seite 585] 1) ausforschen, prüfen, τινά, Dem. 19, 167 (VLL. διαπειρᾶν καὶ ἐξετάζειν) u. Sp. – 2) = διαφημίζω, verbreiten, Strab. II p. 99.

French (Bailly abrégé)

éprouver (un vase) par le son ; éprouver.
Étymologie: διά, κώδων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-κωδωνίζω testen, op de proef stellen:. ἡμᾶς διεκωδώνιζεν ἅπαντας hij stelde ons allemaal op de proef Dem. 19.167.

Russian (Dvoretsky)

διακωδωνίζω: досл. проверять постукиванием, перен. проверять, испытывать (τινά Dem. и τι Plut.).

Greek Monolingual

διακωδωνίζω)
διασαλπίζω, διαλαλώ
αρχ.
1. δοκιμάζω με κουδούνισμα
2. αναγγέλλω τη λήξη με κουδούνισμα.

Greek Monotonic

διακωδωνίζω: μέλ. -σω, επιτετ. τύπος αντί κωδωνίζω, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

διακωδωνίζω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἁπλοῦ κωδωνίζω, Λυσ. ἐν τῷ Ε. Μ. 267. 30, Δημ. 393. 17. ΙΙ. κοινολογῶ, διαφημίζω, Στράβ. 99.

Middle Liddell

fut. σω [strengthened for κωδωνίζω Dem.]