μυρμηκίζω

From LSJ
Revision as of 15:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυρμηκίζω Medium diacritics: μυρμηκίζω Low diacritics: μυρμηκίζω Capitals: ΜΥΡΜΗΚΙΖΩ
Transliteration A: myrmēkízō Transliteration B: myrmēkizō Transliteration C: myrmikizo Beta Code: murmhki/zw

English (LSJ)

A feel as though ants were running under the finger, i. e. to be quick and feeble, of the pulse, Gal.8.553, al., Ruf.Syn.Puls. 8.11. II have a feeling of irritation, itch, Aët.12.48.

German (Pape)

[Seite 220] einen Schmerz od. ein Jucken empfinden, wie wenn Ameisen an Einem herumkriechen, Medic.; auch σφυγμὸς μυρμηκίζων, ameisenförmiger Puls, iid.

Greek (Liddell-Scott)

μυρμηκίζω: αἰσθάνομαι ὡς νὰ περιπατῶσι μύρμηκες ἐπάνω μου, αἰσθάνομαι κνησμόν, φαγοῦραν, Γαλην. ΙΙ. ἕρπω ὡς οἱ μύρμηκες, Εὐστ. Πονημάτ. 176. 42.

Greek Monolingual

μυρμηκίζω (ΑΜ, Μ και μυρμηγκίζω) μύρμηξ
μσν.
1. προχωρώ, έρπω όπως τα μυρμήγκια, δηλαδή δεν περπατώ σε ευθεία γραμμή
2. τσιμπώ, προκαλώ φαγούρα
3. είμαι πολυάριθμος, όπως τα μυρμήγκια, μυρμηκιάζω
αρχ.
1. αισθάνομαι κνησμό, φαγούρα
2. (για τον σφυγμό) είμαι ταχύς και άτονος.