ἔνορχος

From LSJ
Revision as of 13:26, 9 April 2023 by Spiros (talk | contribs)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔνορχος Medium diacritics: ἔνορχος Low diacritics: ένορχος Capitals: ΕΝΟΡΧΟΣ
Transliteration A: énorchos Transliteration B: enorchos Transliteration C: enorchos Beta Code: e)/norxos

English (LSJ)

ον, (ὄρχις) with the testicles in, uncastrated, entire, ἔνορχα . . μῆλ' ἱερεύσειν, i.e. rams, Il.23.147; τὰ ἔνορχα = entire animals, Hp.Vict.2.49; also of palm-trees, Arist.Fr.267 codd. Ath.

Spanish (DGE)

-ον
de anim. entero, cojudo, no castrado πεντήκοντ ἔνορχα ... μῆλ' ἱερεύσειν Il.23.147
subst. τὸ ἔνορχον = animal entero Hp.Vict.2.49, op. ἐκτομίαςcastrado’, Clem.Al.Paed.3.3.19, op. εὐνοῦχος Paul.Aeg.1.84, τὰ ἔνορχα = de los animales destinados al sacrificio en honor de los dioses, op. τὰ ἔντομαlos castrados’ sacrificados en honor a los muertos, Sud.s.u. ἐντομίδαι, Zonar.s.u. ἐντομίδαι.

German (Pape)

[Seite 850] mit Hoden, Hoden habend, nicht verschnitten; μῆλα, Widder, Il. 23, 147; κριός Synes.; von Palmbäumen, Arist. bei Ath. XIV, 652 a.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. ἐνόρχης.

Russian (Dvoretsky)

ἔνορχος: ον Hom. = ἐνόρχης.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνορχος: -ον, (ὄρχις) ὁ ἔχων ὄρχεις, μὴ εὐνουχισμένος, ἔνορχα... μῆλ’ ἱερεύσειν, ὅ ἐ. κριοὺς ἐνόρχους, καθότι οἱ ἐκτομίαι κριοὶ ἀπεκλείοντο τοῦ θυσιαστηρίου, Ἰλ. Ψ. 147· τὰ ἔνορχα, τὰ ἔχοντα ἤδη τοὺς ὄρχεις ἀνεπτυγμένους, τὰ τέλεια, δηλ. ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἄνορχα, τὰ νεαρὰ ἔτι, Ἱππ. 358. 24: - Ἐν Ἀθην. 652Α πλημμελὴς γραφή: ἐνόρχων, ἀντὶ ἀνόρχων (ὡς διωρθώθη ἤδη). Πρβλ. ἐνόρχης, ἔνορχις.

English (Autenrieth)

uncastrated, Il. 23.147†.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔνορχος, -ον)
1. αυτός που έχει όρχεις (σε αντίθεση με τον ευνουχισμένο)
2. εκείνος που έχει πλήρως ανεπτυγμένους ορχεις (σε αντίθεση με τον ανήλικο).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εν + όρχις κατά τα σε -ος].

Greek Monotonic

ἔνορχος: -ον (ὄρχις), αυτός που δεν είναι ευνούχος, αυτός που έχει όρχεις, ἔνορχα μῆλα, τα κριάρια που έχουν όρχεις, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ἔν-ορχος, ον ὄρχις
uncastrated, entire, ἔνορχα μῆλα rams, Il.