ἀπαναγκάζω

From LSJ
Revision as of 13:40, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπᾰναγκάζω Medium diacritics: ἀπαναγκάζω Low diacritics: απαναγκάζω Capitals: ΑΠΑΝΑΓΚΑΖΩ
Transliteration A: apanankázō Transliteration B: apanankazō Transliteration C: apanagkazo Beta Code: a)panagka/zw

English (LSJ)

force away, τι ἀπό τινος Hp.Art.2; opp. προσαναγκάζω, ib. 14; simply, = ἀναγκάζω, ib.58, cf. Str.2.1.31, PFay.122.18 (100 A.D.):—freq. as f.l. for ἐπαν- as Plb.4.46.6, 5.24.1, Them.Or. 33.367a.

Spanish (DGE)

1 forzar a apartarse un hueso ἀπὸ τῶν πλευρέων Hp.Art.2, del brazo αἱ γὰρ ἐπιδέσιες οὐδέν τι μᾶλλον προσαναγκάζουσιν ἢ ἀπαναγκάζουσιν pues los vendajes no le fuerzan ni a aproximarse ni a apartarse Hp.Art.14.
2 en v. med. verse forzado (σκέλος) συνυπουργέον γὰρ ἐκείνῳ ... ἀπαναγκάζεται εἶναι (la pierna sana) se ve obligada a ayudar a la otra Hp.Art.58
resultar forzoso οὐδε γὰρ ὑπὸ μεγέθους ἀπηναγκάσθαι λέγοι ἄν no se podría decir que resulta forzoso por causa de las dimensiones Str.2.1.31
de donde en v. act. obligar a c. inf. ἀποτῖσαι PFay.122.18 (I d.C.), βαδίσαι E.Ep.5.28.

German (Pape)

[Seite 277] zwingen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαναγκάζω: μέλλ. -άσω, ἐπαναγκάζω, ὑποτείνας τοὺς δακτύλους, ἀπαναγκάζοι ἀπὸ τῶν πλευρέων κτλ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 780· ἐν τῇ ἐκδόσει του Κühn ὑπάρχει τὸ ἁπλοῦν ῥῆμα ἀναγκάζοι, ἴδε ἔκδ. Λιττρ. τ. 4. σ. 82· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ προσαναγκάζω, αἱ γὰρ ἐπιδέσιες οὐδέν τι μᾶλλον προσαναγκάζουσιν ἢ ἀπαναγκάζουσιν αὐτ. 792: ― συχν. ὡς ἐσφαλμ. γραφὴ ἀντὶ τοῦ ἐπαναγκάζω.

Greek Monolingual

ἀπαναγκάζω (Α)
εξαναγκάζω, υποχρεώνω.