βουχανδής

From LSJ
Revision as of 13:46, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")

ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή → the road up and the road down is one and the same, the upward path and the downward path are the same

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουχανδής Medium diacritics: βουχανδής Low diacritics: βουχανδής Capitals: ΒΟΥΧΑΝΔΗΣ
Transliteration A: bouchandḗs Transliteration B: bouchandēs Transliteration C: vouchandis Beta Code: bouxandh/s

English (LSJ)

ές, (χανδάνω) holding an ox, λέβης ib.153 (Anyte); expld. by πολυχώρητος, Hsch. χῑλος, ον, rich in fodder, λειμών A.Supp.540 (lyr.); Ἀρκαδίη AP6.108 (Myrin.).

Spanish (DGE)

-ές
capaz para un buey, de gran capacidad λέβης AP 6.153 (Anyt.), Hsch.

German (Pape)

[Seite 460] ές, einen Ochsen, viel fassend, λέβης Anyt. 2 (VI, 153).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
d'une vaste capacité (qui peut contenir un bœuf entier LSJ).
Étymologie: βου- ou βοῦς, χανδάνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βουχανδής -ές βοῦς, χανδάνω dat een rund kan bevatten reuzegroot.

Russian (Dvoretsky)

βουχανδής: чрезвычайно объемистый, громадный (λέβης Anth.).

Greek Monolingual

βουχανδής, -ές (Α)
(για λέβητα) αυτός που χωράει ένα ολόκληρο βόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + -χανδής < χανδάνω «χωράω, περιλαμβάνω»].

Greek Monotonic

βουχανδής: -ές (χανδάνω), αυτός που μπορεί να χωρέσει ένα ολόκληρο βόδι, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

βουχανδής: -ές, (χανδάνω) δυνάμενος νὰ χωρήσῃ ἕνα βοῦν, λέβης Ἀνθ. ΙΙ. 6. 153.

Middle Liddell

χανδάνω
holding a whole ox, Anth.