μεγαλήτωρ

From LSJ
Revision as of 10:35, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλήτωρ Medium diacritics: μεγαλήτωρ Low diacritics: μεγαλήτωρ Capitals: ΜΕΓΑΛΗΤΩΡ
Transliteration A: megalḗtōr Transliteration B: megalētōr Transliteration C: megalitor Beta Code: megalh/twr

English (LSJ)

ορος, ὁ, ἡ, (ἦτορ) greathearted, Πάτροκλος Il.16.257; Κύκλωψ Od.10.200, cf. D.P.658, etc.: in Hom. always with pr. ns., exc. in phrase μεγαλήτορα θυμόν Il.9.629, Od.9.500, al.; μεγαλήτορες ὀργαί Pi.I.5(4).34.

German (Pape)

[Seite 105] ορος, großherzig, bes. von hohem Muthe; Hom. oft, von einzelnen Helden, z. B. Patroklos, Il. 16, 527, u. ganzen Völkern, Τρῶες, 21, 55 Od. 10, 200, auch θυμός, 9, 500, das muthige Herz; μεγαλήτορες ὀργαί, Pind. I. 4, 38; ἵπποι, Opp. Cyn. 4, 113, v.l. μεγαλήνορες.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ, ἡ)
1 au grand cœur, au grand courage;
2 fier, orgueilleux.
Étymologie: μέγας, ἦτορ.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλήτωρ: ορος adj. мужественный, отважный (Πάτροκλος, Ἐτεόκρητες, θυμός Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλήτωρ: -ορος, ὁ, ἡ (ἦτορ) μεγαλόψυχος, μεγαλόκαρδος, μεγάθυμος, ἐπίθ. γενναίων ἀνδρῶν καὶ ὁλοκλήρων ἐθνῶν, Ὅμ.· ὡσαύτως ἐπὶ τοῦ Πολυφήμου, Ὀδ. Κ. 200· ὁ Ὅμηρ. ἀείποτε συνάπτει αὐτὸ πρὸς κύρια ὀνόματα πλὴν ἐν τῇ φράσει μεγαλήτορα θυμὸν Ἰλ. Ι. 629, Ὀδ. Ι. 500, κ. ἀλλ.: οὕτω, μεγαλήτορες ὀργαὶ Πινδ. Ι. 5 (4), 44.

English (Autenrieth)

(ἦτορ): great-hearted, proud.

English (Slater)

μεγᾰλήτωρ great hearted ἀλλ' ἐν Οἰνώνᾳ μεγαλήτορες ὀργαὶ Αἰακοῦ παίδων τε (I. 5.34)

Greek Monolingual

μεγαλήτωρ, -ορος, ὁ, ἡ (ΑM)
μεγαλόκαρδος, μεγαλόψυχος («οἱ δ' ἅμα Πατρόκλῳ μεγαλήτορι θωρηχθέντες», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -ήτωρ (< ἦτορ «καρδιά»)].

Greek Monotonic

μεγᾰλήτωρ: -ορος, ὁ, ἡ (ἦτορ), μεγαλόκαρδος, ηρωϊκός, σε Όμηρ.

Middle Liddell

μεγᾰλ-ήτωρ, ορος, ὁ, ἡ, ἦτορ
great-hearted, heroic, Hom.